Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεκολτέ
1 εγγραφή
ντεκολτέ το [dekolté] Ο (άκλ.) : 1α.μεγάλο άνοιγμα σε μπλούζα ή σε φόρεμα, από όπου περνάει το κεφάλι, που αφήνει ελεύθερο το λαιμό και το επάνω τμήμα του στήθους και της πλάτης: Στρογγυλό / μυτερό / τετράγωνο / μεγάλο / ανοιχτό / βαθύ / αποκαλυπτικό ~. || (επέκτ., πληθ.) φόρεμα που έχει ντεκολτέ: Ήρθε με τα ~ της. β. (ως επίθ.): Tουαλέτα / φόρεμα ~. 2. (οικ.) ο λαιμός και το επάνω τμήμα του στήθους: Aυτή έχει ωραίο ~.

[λόγ. < γαλλ. décolleté]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες