Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεκλαρέ
1 εγγραφή
ντεκλαρέ [deklaré] επίρρ. τροπ. : χωρίς υπεκφυγές, ανοιχτά: Tου τα είπα ~.

[λόγ. < γαλλ. déclaré]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες