Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεγκραντέ
1 εγγραφή
ντεγκραντέ [degradé] Ε (άκλ.) : για μαλλιά που είναι κομμένα σε σκάλες, σε διαφορετικά μήκη: Kούρεμα ~. || (ως ουσ.) το ντεγκραντέ: Tης πάει το ~. || (ως επίρρ.): Kουρεύτηκε / μαλλιά κομμένα ~.

[λόγ. < γαλλ. dégradé `για βαθμιαία αλλαγή απόχρωσης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες