Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντανταϊσμός ο [dadaizmós] Ο17 : επαναστατική καλλιτεχνική και λογοτεχνική κίνηση που αποτελούσε μια ακραία μορφή του σουρεαλισμού.
[λόγ. < γαλλ. dadaïsme (-isme = -ισμός)]



