Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νταβραντίζω
1 εγγραφή
νταβραντίζω [davradízo] Ρ2.1α μππ. νταβραντισμένος : (λαϊκ.) ξαναδυναμώνω, κυρίως στη μππ., για άνθρωπο στιβαρό, γεμάτο σφρίγος, συνήθ. όταν αναφερόμαστε στη σεξουαλική ικανότητά του.

[τουρκ. davrand(ι) γ' εν. αορ. του ρ. davran- `ενεργώ, είμαι δραστήριος΄ -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες