Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νταβαντούρι
1 εγγραφή
νταβαντούρι το [davadúri] & νταβατούρι το [davatúri] & ταβατούρι το [tavatúri] Ο44 : (οικ.) θόρυβος, φασαρία που δημιουργούν πολλοί άνθρωποι μαζί, σε χαρούμενη συγκέντρωση ή σε συμπλοκή, σε επεισόδιο: Έγινε μεγάλο ~· ΣYN ΦΡ έγινε μεγάλο πανηγύρι.

[ταβ-: τουρκ. tevatür `διάδοση, κοινή μαρτυρία΄ και υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] · νταβ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα και ηχηροπ. του μεσοφ. [t] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες