Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νταβάνι
2 εγγραφές [1 - 2]
νταβάνι 1 το [daváni] Ο44 & ντάβανος ο [dávanos] Ο20 : έντομο που μοιά ζει με μεγάλη μύγα και που απομυζά το αίμα των μεγάλων κατοικίδιων ζώων: Tο ~ κέντρισε το βόδι / το άλογο. || (για άνθρ. που οργίζεται ξαφνικά): Kάνει σαν να τον κέντρισε ~.

[ντάβανος: μσν. ντάβανος < τάβανος < ταβάν(ι) μεγεθ. -ος με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] · νταβάνι: μσν. νταβάνι < ταβάνι < λατ. taban(us) [tabá-] -ι(ον) με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] κατά το ντάβανος]

ταβάνι το [taváni] & νταβάνι 2 το [daváni] Ο44 : η επάνω οριζόντια επιφά νεια που καλύπτει εσωτερικά ένα δωμάτιο και γενικά τους χώρους ενός κτιρίου· οροφή: ~ ψηλό / χαμηλό. ~ ξύλινο / σοβαντισμένο / ζωγραφισμένο / με γύψινες διακοσμήσεις. Ψηλός ίσαμε το ~, πάρα πολύ ψηλός. ΦΡ πέφτει το ~ να με πλακώσει*.

[τουρκ. tavan -ι· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες