Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντίβα η [díva] Ο25α : α.διάσημη τραγουδίστρια του λυρικού θεάτρου: H Mαρία Kάλλας, η μεγάλη Ελληνίδα ~. β. διάσημη ηθοποιός του θεάτρου ή του κινηματογράφου: H Γκάρμπο θεωρείται η μεγαλύτερη ~ του κινηματογράφου.
[ιταλ. diva]
- ντιβάνι το [diváni] Ο44 : είδος χαμηλού κρεβατιού, χωρίς στηρίγματα στο μέρος του κεφαλιού και των ποδιών, που το χρησιμοποιούν και σαν καναπέ.
ντιβανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. divan -ι (αρχικά η κυβέρνηση (από τα περσ.) και ο χώρος συνεδριάσεων με τέτοια έπιπλα και μετά το ίδιο το έπιπλο με επίδρ. του γαλλ. δανείου divan) (πρβ. μσν. διβάνη `συμβούλιο΄)]
- ντιβανοκασέλα η [divanokaséla] Ο25 : ντιβάνι που έχει τη μορφή κασέλας.
[ντιβάν(ι) -ο- + κασέλα]