Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νούφαρο
1 εγγραφή
νούφαρο το [núfaro] Ο41 : πολυετές υδρόβιο φυτό με μεγάλα στρογγυλά φύλλα και λευκά άνθη που επιπλέει στο νερό των λιμνών.

[μσν. νούφαρο < νενούφαρο με απλολ. [nenu > nu] < αραβ. nenūfar -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες