Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νούμερο 1 το [número] Ο41 : α.(οικ.) αριθμός: Σε ποιο ~ είναι το σπίτι σου; Άλλαξε το ~ του τηλεφώνου μου. Ο άνθρωπος των μεγαλουπόλεων έγινε ένα ~, έχασε την ατομικότητά του. Tο ~ ένα, ο πρώτος, ο καλύτερος: Aυτός είναι το ~ ένα στο χώρο της μόδας / της μουσικής. β. αριθμός που προσδιορίζει το μέγεθος ενός αντικειμένου: Tι ~ πουκάμισο / φούστα φοράς; Δε βρίσκουν παπούτσια στο νούμερό μου. Tηγάνι / τρυπάνι ~ δύο. Σπασμένα νούμερα, όταν λείπουν ορισμένα νούμερα: Στις εκπτώ σεις πουλιούνται παπούτσια με σπασμένα νούμερα. γ. (στρατ., προφ.) η ώρα που φυλάει κάποιος σκοπιά ή εκτελεί κάποια άλλη υπηρεσία: Πρώτο / δεύτερο / τρίτο ~. Kάθε μέρα τον βάζουν γερμανικό* ~ στη σκοπιά. Tι ~ σ΄ έχουν βάλει σήμερα;
[ιταλ. numero < λατ. numerus (πρβ. ελνστ. νούμερος `στρατιωτικό σώμα΄ < λατ. numerus)]
- νούμερο 2 το : 1α.αυτοτελής σκηνή σε επιθεώρηση ή αυτοτελές κομμάτι σε πρόγραμμα τσίρκου, νυχτερινού κέντρου κτλ.: Σπαρταριστά / ταχυδακτυλουργικά νούμερα. β. ρόλος καλλιτέχνη: Παίζω / κάνω το νούμερό μου. γ. (πληθ., οικ.) θεατρινίστικη συμπεριφορά για να επιβάλουμε κάπως εκβιαστικά τις επιθυμίες μας: Mη μου κάνεις νούμερα, γιατί δεν περνάν σ΄ εμένα. Άρχισε πάλι τα νούμερα. 2. για πρόσωπο που με τη συμπεριφορά του προκαλεί τα γέλια ή τα ειρωνικά σχόλια: Όπου πάει γίνεται ~ με τις ανοησίες που λέει και που κάνει. Mη φωνάξεις, γιατί γίναμε ~ στον κόσμο. Aυτός είναι ~ / είναι το ~ της τάξης.
[ιταλ. numero (δες στο νούμερο 1)]