Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νορμάλ [normál] Ε (άκλ.) : (προφ.) για κπ. ή για κτ. που βρίσκεται μέσα στα όρια του φυσιολογικού, του λογικού, του γενικά αποδεκτού ή του συνηθισμένου: Είναι ένας ~ άνθρωπος. Δεν είναι ~ η συμπεριφορά του. Δεν είναι ~ πράγματα αυτά που κάνεις. Tο ~ είναι να φτάνει το γράμμα σε τρεις μέρες. || (ως επίρρ.): Συμπεριφέρεται εντελώς ~.
[λόγ. < γαλλ. normal]