Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νονός ο [nonós] Ο17 θηλ. νονά [noná] Ο24 & στη σημ. I νουνός ο [nunós] Ο17 θηλ. νουνά [nuná] Ο24 : I.ΣYN ανάδοχος. 1. αυτός που δίνει το όνομα στο παιδί που βαφτίζεται και που αναλαμβάνει την υποχρέωση της θρησκευτικής και πνευματικής διαπαιδαγώγησής του· πνευματικός πατέρας: H νονά χάρισε χρυσό σταυρό στο βαφτισιμιό της. Ο ~ μου έχει πολλά βαφτιστήρια. 2. αυτός που δίνει σε κτ. ένα όνομα, όπως π.χ. σε ένα καράβι. II. αρχηγός ομάδας του υποκόσμου, της Mαφίας· προστάτης
12α. || (επέκτ.) για άτομο που εκβιάζει καταστηματάρχες νυχτερινών κέντρων με το πρόσχημα παροχής προστασίας: Οι νονοί της νυχτερινής Aθήνας. [I: ελνστ. νόννος `πατέρας, καλόγερος΄ < υστλατ. nonnus λ. νηπιακή και έκφραση σεβασμού, αλλ. της σημ. με βάση την έννοια του “πνευματικού πατέρα” και μετακ. τόνου ίσως για διάκριση από το νόννος (σύγκρ. μαμή < μάμμη)· II: σημδ. αγγλ. godfather (ιταλ. padrino) με βάση τον τίτλο κινηματογραφικής ταινίας· θηλ. του νον(ός) -ά ή μσν. νόννα < νόνν(ος) -α με παρόμοια εξέλιξη προς το νονός· νου-: [o > u] από επίδρ. του [n] ]