Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομομηχανικός
1 εγγραφή
νομομηχανικός ο [nomomixanikós] Ο17 θηλ. νομομηχανικός [nomomi xanikós] Ο34 : διπλωματούχος μηχανικός ο οποίος υπηρετεί ως δημόσιος υπάλληλος σε μια νομαρχία και έχει την εποπτεία των τεχνικών έργων που γίνονται στο νομό.

[λόγ. νομο- 2 + μηχανικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες