Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομαρχιακός -ή -ό [nomarxiakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νομαρχία ή με το νομάρχη ή που ανήκει σε αυτήν ή σε αυτόν: Nομαρχιακή επιτροπή / περιφέρεια. Nομαρχιακό μέγαρο / συμβούλιο. Nομαρχιακές και δημοτικές εκλογές. Nομαρχιακή αυτοδιοίκηση. || που βρίσκεται μέσα στα όρια της νομαρχίας: ~ δρόμος. Nομαρχιακό οδικό δίκτυο.
[λόγ. νομαρχί(α) -ακός μτφρδ. γαλλ. préfectoral]