Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομαρχεύω [nomarxévo] Ρ5.1α : αναπληρώνω νομάρχη στην άσκηση των καθηκόντων του.
[λόγ. νομάρχ(ης) -εύω (πρβ. ελνστ. νομαρχέω δες στο νομάρχης)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. νομάρχ(ης) -εύω (πρβ. ελνστ. νομαρχέω δες στο νομάρχης)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |