Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοικοκυρόπαιδο
1 εγγραφή
νοικοκυρόπαιδο το [nikokirópeδo] Ο41 : (παρωχ.) νέος από οικογένεια με αρχές και με κάποια οικονομική άνεση.

[νοικοκύρ(ης) -ο- + παιδ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες