Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοικοκυρίστικος -η -ο [nikokirístikos] Ε5 : 1.που έχει σχέση με τη συμπεριφορά και με τον τρόπο ζωής του νοικοκύρη· νοικοκυρεμένος: Mου αρέσουν οι νοικοκυρίστικες δουλειές. 2. (μειωτ.) για να τονίσουμε τις αρνητικές πλευρές που έχει για μια γυναίκα η υπερβολική απασχόληση με το νοικοκυριό: Aπό τότε που παντρεύτηκε απόχτησε τη νοικοκυρίστικη νοοτροπία.
νοικοκυρίστικα ΕΠIΡΡ. [νοικοκυρ(ά) -ίστικος]