Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοικοκυρίστικος
1 εγγραφή
νοικοκυρίστικος -η -ο [nikokirístikos] Ε5 : 1.που έχει σχέση με τη συμπεριφορά και με τον τρόπο ζωής του νοικοκύρη· νοικοκυρεμένος: Mου αρέσουν οι νοικοκυρίστικες δουλειές. 2. (μειωτ.) για να τονίσουμε τις αρνητικές πλευρές που έχει για μια γυναίκα η υπερβολική απασχόληση με το νοικοκυριό: Aπό τότε που παντρεύτηκε απόχτησε τη νοικοκυρίστικη νοοτροπία. νοικοκυρίστικα ΕΠIΡΡ.

[νοικοκυρ(ά) -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες