Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοησιοκρατία
1 εγγραφή
νοησιοκρατία η [noisiokratía] Ο25 : η νοησιαρχία.

[λόγ. νόησι(ς) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. intellectualisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες