Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοβοκαΐνη
1 εγγραφή
νοβοκαΐνη η [novokaíni] Ο30 : ουσία που χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό φάρμακο.

[λόγ. < γερμ. Novoca(in) -ίνη (Novocain: απλολ. *Novococain < λατ. novo- = `νεο-΄ + Cocain `κοκαΐνη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες