Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιτσεϊκός
1 εγγραφή
νιτσεϊκός -ή -ό [nitseikós] Ε1 : που αναφέρεται στο Nίτσε ή στη φιλοσοφία του: H νιτσεϊκή φιλοσοφία. Ο ~ υπεράνθρωπος.

[λόγ. < ανθρωπων. Νίτσε (Nietzsche Γερμανός φιλόσοφος) -ικός μτφρδ. γαλλ. nietzschéen]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες