Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νισαντίρι
1 εγγραφή
νισαντίρι το [nisandíri] Ο44 : συνθετικά παρασκευασμένη χημική ουσία, που ανήκει στα αμμωνιακά άλατα και που χρησιμοποιείται στη βιομηχα νία χρωμάτων, στην ηλεκτροτεχνία και για τον καθαρισμό της επιφάνειας των μετάλλων· χλωριούχο αμμώνιο.

[τουρκ. nιşadιr (από τα περσ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες