Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νισάφι
1 εγγραφή
νισάφι το [nisáfi] Ο (άκλ.) : (οικ.) για να δηλώσουμε ότι πρέπει να λυπηθούμε κπ. και να μην τον ταλαιπωρούμε καθώς και να μη σπαταλάμε ή να μην καταστρέφουμε κτ.: α. (ως επιφ.) ~ (πια)! δούλεψα τόσα χρόνια και δεν αντέχω άλλο! ~ πια, τόσα χρόνια τον περιμένει να γυρίσει! β. στις ΦΡ κάνω ~, περιορίζομαι, συγκρατούμαι: Kάνε λίγο ~, μην ξοδεύεις άλλο για τον εαυτό σου. αυτός / αυτή δεν έχει ~, είναι απάνθρωπος, σκληρός.

[τουρκ. insaf `μετριοπάθεια΄ (από τα αραβ.) με αντιμετάθ. [in > ni] για διάσπ. του συμφ. συμπλ., insaf! `μην είσαι υπερβολικός!΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες