Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιος
2 εγγραφές [1 - 2]
νιος -α -ο [nós] Ε2 : (λαϊκότρ., λογοτ.) νέος, παλικάρι: Ο ~ πραματευτής. Tο νιο φεγγάρι. (έκφρ.) ήμουνα ~ / νια και γέρασα, όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση που διαρκεί πολλά χρόνια, χωρίς να ολοκληρώνεται ή να ρυθμίζεται. || (ως ουσ.) ο νιος, θηλ. νια: H νια η γαλανομάτα.

[μσν. νιος < αρχ. νέος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

νιοστός -ή -ό [niostós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στο ν, με το οποίο συμβολίζουμε έναν οποιοδήποτε φυσικό αριθμό, που δεν τον προσδιορίζουμε και που μπορεί να φτάνει ως το άπειρο: Nιοστή ρίζα. Yψώνω έναν αριθμό στη νιοστή δύναμη. ΦΡ για νιοστή φορά, για να δηλώσουμε ότι έχουν προηγηθεί και αμέτρητες άλλες φορές: Θα σου το επαναλάβω για νιοστή φορά.

[λόγ. νι + -οστός μτφρδ. ιταλ. ennesimo ή γαλλ. ennième < n, επειδή το γράμμα n δηλώνει έναν ακαθόριστο αριθμό (ίσως σαν αρχικό γράμμα της λατ. λ. numerus `αριθμός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες