Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νικέλινος
1 εγγραφή
νικέλινος -η -ο [nikélinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από νίκελ.

[λόγ. νίκελ -ινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες