Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νιανιά τα [naná] Ο (άκλ.) : (οικ.) η πολτοποιημένη τροφή που τρων τα παιδιά. || (επέκτ.) για φαγητό ή για γλυκό που δεν πέτυχε και είναι σαν νιανιά: Tο παράβρασες το ρύζι και έγινε (σαν) ~.
[λ. νηπιακή, ηχομιμ.]
- νιάνιαρο το [nánaro] Ο41 : (μειωτ., οικ.) μικρό παιδί: Tι μαζεύτηκαν εδώ αυτά τα νιάνιαρα; || (επέκτ.) για νέο αγόρι ή κορίτσι, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε την απειρία του: Tι μιλάς / τι ξέρεις κι εσύ βρε ~;
[βεν. gnagnara `ελαφριά αρρώστια που διαρκεί΄ (ίσως και: `κλαψούρισμα΄), θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]



