Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νηστεύω
1 εγγραφή
νηστεύω [nistévo] Ρ5.2α : 1.δεν τρώω ορισμένες τροφές για θρησκευτικούς λόγους· κάνω νηστεία: ~ και το λάδι για να μεταλάβω. ~ Tετάρτη και Παρασκευή και δεν αρταίνομαι. Οι μωαμεθανοί νηστεύουν, όταν έχουν το ραμαζάνι. || ~ κπ., δίνω σε κπ. να φάει νηστίσιμα φαγητά: Θα το νηστέψω το παιδί μου για να το μεταλάβω. 2. (προφ.) στερούμαι ορισμένες υλικές απολαύσεις για ορισμένο διάστημα.

[αρχ. νηστεύω (ως χριστιανική αρχή ελνστ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες