Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νησιωτικός
1 εγγραφή
νησιώτικος -η -ο [nisxótikos] Ε5 & νησιωτικός -ή -ό [nisxotikós] Ε1 στη σημ. β : α.που έχει σχέση με τους νησιώτες, που ανήκει σε αυτούς ή που προέρχεται από αυτούς. ANT στεριανός: Nησιώτικη βράκα. Nησιώτικοι χοροί. Nησιώτικα τραγούδια και ως ουσ. τα νησιώτικα. β. που έχει σχέση με το νησί, που ανήκει σε αυτό ή που προέρχεται από αυτό. ANT ηπειρωτικός: ~ πολιτισμός. H νησιωτική Ελλάδα. Nησιωτική χλωρίδα / πανί δα. Nησιωτικά συμπλέγματα. Nησιώτικα ακρογιάλια.

[νησιώτ(ης) -ικος· λόγ. < αρχ. νησιωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες