Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νηματώδης
1 εγγραφή
νηματώδης -ης -ες [nimatóδis] Ε11 : (λόγ.) που αποτελείται από νήματα· νημάτινος2.

[λόγ. < ελνστ. νηματώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες