Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νηματουργός
1 εγγραφή
νηματουργός ο [nimaturγós] Ο17 : αυτός που ασχολείται με τη νηματουργία.

[λόγ. νηματ- (νήμα) + -ουργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες