Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νηματουργείο
1 εγγραφή
νηματουργείο το [nimaturjío] Ο39 : κλωστήριο.

[λόγ. νηματ- (νήμα) + -ουργείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες