Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεώριο το [neório] Ο42 : τμήμα πολεμικού λιμανιού, όπου ανέλκυαν τα πλοία για να τα προστατεύουν και για να τα επισκευάζουν. || (επέκτ.) οποιοσδήποτε χώρος σε λιμάνι, στον οποίο κατασκευάζονται ή επισκευάζονται πλοία: Tο ~ της Σύρου.
[λόγ. < αρχ. νεώριον]



