Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεύρο
22 εγγραφές [1 - 10]
νεύρο το [névro] Ο39 : I1.καθένας από τους λευκούς κυλινδρικούς σχηματισμούς που είτε ξεκινούν από το κεντρικό νευρικό σύστημα και μεταφέρουν την κίνηση στους μυς είτε καταλήγουν σ΄ αυτό και μεταφέρουν τα αισθητικά ή αισθητήρια ερεθίσματα από την περιφέρεια: Εγκεφαλικά / νωτιαία / κινητικά / αισθητικά νεύρα. Aκουστικό / οπτικό / οσφρητικό ~. Διακλαδώσεις / πλέγματα των νεύρων. 2. (λαϊκότρ.) τένοντας. 3. ίνα φυτού ή καρπού. II1. (πληθ.) οι ψυχικές και ψυχολογικές αντιδράσεις που προκαλούνται από το νευροφυτικό σύστημα ενός ατόμου: Έχω δυνατά / σιδερένια / ατσάλινα νεύρα. Έχω αδύνατα νεύρα. Yποφέρω από τα νεύρα μου, είμαι νευροπαθής. Tα νεύρα μου είναι τεντωμένα / κλονισμένα / σπασμένα / κουρέλια. ΦΡ κάποιος / κτ. μου δίνει / με χτυπάει στα νεύρα, με εκνευρίζει πολύ: Όταν τη βλέπω, μου δίνει στα νεύρα. Ο δυνατός θόρυβος / η συμπεριφορά του μου δίνει / με χτυπάει στα νεύρα. κάποιος / κτ. μου σπάει τα νεύρα, μου προκαλεί μεγάλον εκνευρισμό, νευρι κή υπερένταση: Aυτό το παιδί με τα προβλήματά του μου έχει σπάσει τα νεύρα. Έσπασαν τα νεύρα μου από την κούραση. πόλεμος νεύρων, σειρά από ενέργειες που έχουν σκοπό να εξαντλήσουν ηθικά και ψυχικά τον αντίπαλο. || ευαίσθητα, ευερέθιστα νεύρα: Aυτός δεν έχει νεύρα, δεν εκνευρίζεται. Σήμερα είναι όλο νεύρα / έχει διαρκώς τα νεύρα του, είναι εκνευρισμένος. 2. (μτφ.) η ζωτικότητα ενός ατόμου ή των ενεργειών του: Aυτό το παιδί είναι όλο ~, δεν κουράζεται ποτέ. Ο λόγος του / η σκέψη του έχει ~. νευράκια τα YΠΟKΟΡ στη σημ. II: Mε τις φωνές σπας τα ~ του παιδιού. H κυρία έχει τα ~ της σήμερα.

[Ι2: αρχ. νεῦρα (πληθ.)· Ι3: λόγ.(;) αρχ. σημ.· Ι1: λόγ. ελνστ. σημ.· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. nerfs]

νευρο- [nevro] & νευρό- [nevró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & νευρ- [nevr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. (κυρίως ανατ., ιατρ.) με αναφορά στο νευρικό σύστημα: νευραλγία, νευρασθένεια, ~λογία, ~πάθεια· ~παθολόγος. 2. (ζωολ., παλαιοντ.) με αναφορά στην ύπαρξη νευρώσεωνII στο σώμα ζώων, εντόμων κτλ.: νευρόπτερα.

[λόγ. < γαλλ. névr(o)-, neur(o)- < νλατ. neur(o)- θ. του αρχ. ουσ. νεῦρο(ν) (στην ελνστ. σημ.) ως α' συνθ.: νευρ-αλγία, νευρο-λογία < γαλλ. névralgie, neurologie]

νευρογλοία η [nevroγlía] Ο25 : (ανατ.) η βασική ουσία του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού.

[λόγ. < γαλλ. névroglie < névro- = νευρο- + glie < ελνστ. γλοία `κολλώδης ουσία΄ (αρχ. γλοιός)]

νευροκαβαλίκεμα το [nevrokavalíkema] Ο49 : (οικ.) μετατόπιση ή αναδίπλωση των μυών ή των τενόντων, που προκαλεί απότομο και δυνατό πόνο.

[νεύρ(ο)I2 -ο- + καβαλίκεμα]

νευροληπτικός -ή -ό [nevroliptikós] Ε1 : για φάρμακο που ασκεί ηρεμιστική δράση στο νευρικό σύστημα. || (ως ουσ.) τα νευροληπτικά.

[λόγ. < γαλλ. neuroleptique < neuro- = νευρο- + αρχ. ληπτικός `αφομοιωτικός΄]

νευρολογία η [nevrolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την ανατομία, τη φυσιολογία και την παθολογία του νευρικού συστήματος. || σύγγραμμα περί νευρολογίας.

[λόγ. < γαλλ. névrologie, neurologie < névro-, neuro- = νευρο- + -logie = -λογία]

νευρολογικός -ή -ό [nevrolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νευρολογία: Nευρολογική κλινική / εξέταση. νευρολογικά ΕΠIΡΡ: Εξετάζω κπ. ~.

[λόγ. < γαλλ. névrologique, neurologique < névrolog(ie), neurolog(ie) = νευρολογ(ία) -ique = -ικός]

νευρολόγος ο [nevrolóγos] Ο18 θηλ. νευρολόγος [nevrolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στη νευρολογία: Επίσκεψη σε νευρολόγο.

[λόγ. < γαλλ. neurologue < neuro(logie) = νευρο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

νευροπάθεια η [nevropáθia] Ο27 : κάθε μορφή νευροψυχικής διαταραχής.

[λόγ. < γαλλ. névropathie, neuropathie < névro-, neuro- = νευρο- + -pathie = -πάθεια]

νευροπαθής -ής -ές [nevropaθís] Ε10 : συνήθ. ως ουσ. ο νευροπαθής, θηλ. νευροπαθής, αυτός που έχει νευροπάθεια.

[λόγ. < γαλλ. névropathe < névropath(ie) -ής (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες