Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νευρόσπαστο
1 εγγραφή
νευρόσπαστο το [nevróspasto] Ο41 : 1.μαριονέτα: Kινείται σαν ~, με σπασμωδικές κινήσεις. 2. (μτφ.) α. άνθρωπος υπερβολικά νευρικός· νευρόσπασμα. β. (παρωχ.) άνθρωπος που είναι άβουλο όργανο κάποιου ισχυρού· ανδρείκελο, μαριονέτα.

[λόγ. < ελνστ. νευρόσπαστον `που κινείται με νευρές (χορδές)΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες