Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νευρόσπασμα
1 εγγραφή
νευρόσπασμα το [nevróspazma] Ο49 : (οικ.) άνθρωπος υπερβολικά νευρικός· νευρόσπαστο.

[λόγ. < ελνστ. νευρόσπασμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες