Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νευροχειρουργική η [nevroxirurji
í] Ο29 : κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τις παθήσεις των νεύρων και του κεντρικού νευρικού συστήματος. [λόγ. < γαλλ. neurochirurgie < neuro- = νευρο- + chirurgie = χειρουργική]
- νευροχειρουργικός -ή -ό [nevroxirurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νευροχειρουργική: Nευροχειρουργική κλινική.
[λόγ. < γαλλ. neurochirurgical < neurochirurg(ie) = νευροχειρουργ(ική) -ical = -ικός]