Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νευροπαθής
1 εγγραφή
νευροπαθής -ής -ές [nevropaθís] Ε10 : συνήθ. ως ουσ. ο νευροπαθής, θηλ. νευροπαθής, αυτός που έχει νευροπάθεια.

[λόγ. < γαλλ. névropathe < névropath(ie) -ής (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες