Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεροχύτης
1 εγγραφή
νεροχύτης ο [neroxítis] Ο10 : 1.είδος λεκάνης, μόνιμα προσαρμοσμένης στον τοίχο της κουζίνας, που συνδέεται με το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης και που χρησιμεύει για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών: Mαρμάρινος / μεταλλικός ~. ~ από πορσελάνη. Διπλός ~, με δύο γούρνες. Ο ~ βούλωσε. (έκφρ.) την έφαγε ο ~, για γυναίκα που θυσίασε όλες τις φιλοδοξίες και τις ικανότητές της στο νοικοκυριό. 2. (μτφ., μειωτ.) για κπ. που συνηθίζει να κατηγορεί χρησιμοποιώντας χυδαίες εκφράσεις: Aυτός είναι ~ / έχει ένα στόμα νεροχύτη, βόθρο.

[μσν. νεροχύτης < νερο- + χυ- (χύνω) -της]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες