Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεροφάγωμα
1 εγγραφή
νεροφάγωμα το [nerofáγoma] Ο49 : κοιλότητα σε πέτρα ή σε σκληρό έδαφος, που σχηματίζεται από το νερό καθώς κυλάει επάνω τους.

[νερο- + φάγωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες