Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νερουλός
1 εγγραφή
νερουλός -ή -ό [nerulós] Ε1 : 1.που είναι πολύ ρευστός σαν νερό. ANT πηχτός: Nερουλή σούπα. Nερουλό αυγό. ANT σφιχτό. 2. (οικ.) για ιστούς που έχουν χάσει τη συνεκτικότητά τους· πλαδαρός. ANT σφιχτός: Mπούτια / μπράτσα νερουλά.

[μσν. νερουλός < νερ(ό) -ουλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες