Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεροτριβή η [nerotriví] Ο29 : 1.κατεργασία χοντρών υφασμάτων με νερό που τρέχει: Bελέντζα της νεροτριβής. 2. τόπος όπου υπάρχουν άφθονα τρεχούμενα νερά και όπου γίνεται η κατεργασία των υφασμάτων: Kουβέρτες χτυπημένες και πλυμένες στις νεροτριβές των ελληνικών χωριών.
[νερο- + αρχ. τριβή]



