Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεροσυρμή
1 εγγραφή
νεροσυρμή η [nerosirmí] Ο29 : (λαϊκότρ.) φυσικό αυλάκι σε κατηφορικό έδαφος, όπου τρέχουν τα νερά της βροχής.

[νερο- + συρμή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες