Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νερομπούλι
1 εγγραφή
νερομπούλι το [nerobúli] Ο44α : (οικ.) φαγητό νερουλό και άνοστο· νερόπλυμα1, νεροζούμι.

[ίσως νερο- + ιταλ. (διαλεκτ.) boll(o) `βράσιμο΄ ή παλ. ιταλ. bull(a) `βράσιμο΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες