Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεροκράτης
1 εγγραφή
νεροκράτης ο [nerokrátis] Ο10 : (λαϊκότρ.) πέτρινη γούρνα.

[νερο- + κρα τ(ώ) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες