Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεραγκούλα
1 εγγραφή
νεραγκούλα η [neraŋgúla] Ο25α : α.ποώδες φυτό. β. το κίτρινο, άσπρο ή κόκκινο λουλούδι του παραπάνω φυτού.

[ιταλ. ranuncolo με αντιμετάθ. [r-n > n-r], ίσως παρετυμ. νερό και [olo > ula] κατά το υποκορ. επίθημα -ούλα (ranuncolo: λατ. ranunculus μτφρδ. του αρχ. βατράχιον από το σχή μα της ρίζας· πρβ. λαϊκό συν. βατράχι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες