Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεολατινικός
1 εγγραφή
νεολατινικός -ή -ό [neolatinikós] Ε1 : (γλωσσ.) 1. για γλώσσα που προέρχεται από την εξέλιξη της δημώδους λατινικής, όπως π.χ. η ιταλική, η γαλλική, η ισπανική, η πορτογαλική, η ρουμανική κ.ά.· λατινογενής, ρομανικός. 2. για λέξη, όρο κτλ. κυρίως του επιστημονικού λεξιλογίου που σχηματίστηκε στους νεότερους χρόνους με βάση τη λατινική.

[λόγ. νεο- + λατινικός μτφρδ. γαλλ. néolatin (néo- = νεο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες