Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεοελληνιστής
1 εγγραφή
νεοελληνιστής ο [neoelinistís] Ο7 θηλ. νεοελληνίστρια [neoelinístria] Ο27 : επιστήμονας που ασχολείται με τη νέα ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία.

[λόγ. Νεοέλλην (δες στο Nεοέλληνας) -ιστής κατά το ελληνιστής· λόγ. νεοελληνισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες