Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεογραμματικός ο [neoγramatikós] Ο17 : ονομασία των Γερμανών γλωσσολόγων που ανέπτυξαν την ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία στα τέλη του 19ου αι. και που βασική αρχή τους ήταν η καθολική ισχύς των φωνητικών νόμων.
[λόγ. νεο- + γραμματικός μτφρδ. γερμ. Junggrammatiker (Grammatiker = γραμματικός)]