Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεογνικός
1 εγγραφή
νεογνικός -ή -ό [neoγnikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νεογνό: ~ ίκτερος. Nεογνική θνησιμότητα.

[λόγ. νεογν(όν) -ικός μτφρδ. γαλλ. néo-natal (néo- = νεο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες