Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκρώσιμος
1 εγγραφή
νεκρώσιμος -η -ο [nekrósimos] Ε5 : που αναφέρεται σε νεκρό: Nεκρώσιμη ακολουθία / νεκρώσιμα τροπάρια, που ψάλλονται κατά την κηδεία. || (ως ουσ.) το νεκρώσιμο, έντυπο αγγελτήριο κηδείας, που τοιχοκολλείται.

[λόγ. < ελνστ. νεκρώσιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες