Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκρόφιλος
1 εγγραφή
νεκρόφιλος ο [nekrófilos] Ο20 : αυτός που έχει τη διαστροφή της νεκροφιλίας.

[λόγ. < γαλλ. nécrophile < nécrophilie = νεκροφιλ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες